μικρός

μικρός
-ά,-όν + A 23-47-41-23-31=165 Gn 19,11.20(bis); 24,17.43
small, little (of things) Gn 19,20; small (of pers.) Gn 19,11; a little, a bit (of quantity) Gn 24,17; few Gn 47,9; little, insignificant Nm 16,9; trifling, of less importance 4 Mc 5,19; short (of time) Jb 2,9a; young Jer 38(31),34; μικρόν a little while Ex 17,4; μικροῦ within a little, almost Gn 26,10
παρὰ μικρόν id. Ps 72(73),2; κατὰ μικρόν little by little Sir 19,1; κατὰ μικρὸν μικρόν little by little (semit., rendering Hebr. מעט מעט) Ex 23,30; πρὸ μικροῦ a little before, just before Wis 15,8; μετὰ μικρὸν ὕστερον a little after 4 Mc 12,7; μικρῷ [+comp.] a little (before) 2 Mc 9,10; ὁ μικρὸς δάκτυλος
little finger 2 Chr 10,10 *Jos 22,19 εἰ μικρὰ ἡ γῆ if the land is (too) small-הארץ אם־מעט for MT ארץ אם־טמאה if the land is unclean; *Ez 46,22 μικρά small-קטנות for MT קטרות enclosed, adjacent?; *Lam 4,18 μικροὺς ἡμῶν our little ones-צעירינו for MT צעדינו our steps
Cf. OTTLEY 1906, 269; ZIEGLER 1934 84(Is 9,13 (14); 22,5.24; 33,4.19); →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό 1. αυτός που έχει περιορισμένες διαστάσεις: Μικρό σπίτι. 2. λίγος, ανεπαρκής, σύντομος: Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα από τη δουλειά. 3. μτφ., ασήμαντος, ανάξιος: Μου έδωσε ένα μικρό χρηματικό ποσό. 4. ο νεαρός στην ηλικία, ο ανήλικος: Οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρός — μῑκρός , μικρός small masc nom sg μῑκρός , σμικρός small masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μικρός Ήρως — Το πιο δημοφιλές παιδικό περιοδικό της μεταπολεμικής περιόδου, που κυκλοφόρησε από το 1953 έως το 1968, με συγγραφέα τον Θάνο Αστρίτη (ψευδώνυμο του Στέλιου Ανεμοδουρά) και βασικό εικονογράφο τον Βασίλη Απτόσογλου. Αναφερόταν στις περιπέτειες και …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Αβελάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αντιπάρου …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Ανθρωποφάς — Ακατοίκητη νησίδα του νομού Σάμου. Βρίσκεται στη συστάδα Φούρνοι, Α του νότιου άκρου της νησίδας Φούρνοι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φούρνων Κορσεών …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 359 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 40 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Γιαλός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 24 κάτ.) της Λευκάδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλομένου του νομού Λευκάδος …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Κέχρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 167 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές της κορυφής Μεγάλο Λιβάδι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέχρου …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς του Μονόκερου, των Διδύμων, του Καρκίνου και της Ύδρας. Κυριότερο άστρο του είναι ο Προκύων, 8o σε σειρά λαμπρότητας σε ολόκληρο τον ουρανό. Μεσουρανεί στις… …   Dictionary of Greek

  • Μικρός Μαχαλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ., 12 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στις νότιες πλαγιές του όρους Ζήρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στυμφαλίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”